λευκαντικό

λευκαντικό
το
ουσία κατάλληλη για λεύκανση ρούχων: Έβαλα λευκαντικό στο πλυντήριο, και τα ρούχα έγιναν σαν καινούρια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λευκαντής — ο, θηλ. λευκάντρια (AM λευκαντής) [λευκαίνω] αυτός που λευκαίνει κάτι νεοελλ. 1. ο ειδικός τεχνίτης που έχει ως έργο να λευκαίνει ή να αποχρωματίζει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα 2. (χημ. τεχνολ.) στερεά ή υγρή χημική ουσία που χρησιμοποιείται για τη …   Dictionary of Greek

  • χλωρίνη — η, Ν χημ. εμπορική ονομασία προϊόντος που αποτελείται από διάλυμα υποχλωριώδους νατρίου και το οποίο χρησιμοποιείται ως λευκαντικό και απολυμαντικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλώριο (< χλωρός). Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Β. Ι. Κιατίπη] …   Dictionary of Greek

  • χλωρομετρία — και χλωριομετρία, η, Ν χημ. μέθοδος ποσοτικού προσδιορισμού τού ενεργού χλωρίου που περιέχεται σε ένα λευκαντικό προϊόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chlorometry < χλωρ(ο) * + μετρία*] …   Dictionary of Greek

  • υπεροξείδια — Ειδικός τύπος οξείδιου, στο οποίο δεχόμαστε ότι υπάρχει ένα ζεύγος ατόμων οξυγόνου ενωμένων μεταξύ τους. Είναι γνωστά οργανικά και ανόργανα υ., τα οποία παράγονται και με τα μεταλλοειδή στοιχεία. Το οξυγονούχο νερό (Η Ο Ο Η) θεωρείται το πρότυπο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”